- αθάμαντος
- (athamanta). Ονομασία γένους ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων, ιθαγενών της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Έχουν τεφρό χρώμα και καλύπτονται από τρίχες. Τα φύλλα τους είναι πτεροσχιδή με σχισμένα φυλλάρια. Τα άνθη είναι λευκά ή κόκκινα σε ταξιανθία. Από τα 10 είδη του γένους στην Ελλάδα φυτρώνει η α.η πυκνανθής. Έχει ύψος 10-15 εκ. με άνθη λευκά και σπάνια κόκκινα. Είναι ενδημικό φυτό στην υποαλπική βραχώδη ζώνη του Παρνασσού. Φυτρώνει επίσης η α. η μακρόσπερμη, που έχει ύψος 10-40 εκ. με άνθη λευκά και μικρά, ενδημικό φυτό της Αττικής, και η α.η μακεδονική, φυτό ύψους 15-50 εκ. με λευκά ή κόκκινα άνθη. Είναι ενδημικό των υποαλπικών και ορεινών περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και των νησιών του Ιονίου. Παλαιότερα οι καρποί του χρησιμοποιούνταν ως αρωματικοί.
Dictionary of Greek. 2013.